- πέρσος
- ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἰχθῡς ποιὸς ἐν Ἐρυθρᾷ γινόμενος».[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τού περσεύς*, που παραδίδει ο Ησύχιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πέρσος — ὁ, Α ονομασία τού Ηλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Περσεύς, κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… … Dictionary of Greek
περσεύς — (Αστρον.). Αστερισμός του βόρειου ημισφαίριου, μέσα στον Γαλαξία, μεταξύ των αστερισμών της Ανδρομέδας και του Ηνιόχου, και σε μια περιοχή πλούσια σε αστρικά σμήνη. Αποτελείται από 136 αστέρες, ορατούς με γυμνό μάτι, και από τρία αστρικά σμήνη,… … Dictionary of Greek